Αλαμπάμα

Αλαμπάμα
η [πολιτεία]
Alabama n [Bundesstaat]

Griechisch-Deutsch-Wörterbuch. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Αλαμπάμα — I (Alabama). Πολιτεία (131.443 τ. χλμ., 4.481.000 κάτ. το 2002) των ΗΠΑ, στο νότιο τμήμα της χώρας. Συνορεύει με τις πολιτείες Μισισίπι στα Δ, Τενεσί στα Β, Τζόρτζια στα Α, Φλόριντα στα ΝΑ, και βρέχεται από τον κόλπο του Μεξικού στα Ν. Το… …   Dictionary of Greek

  • Βαν ντε Γκράαφ, Ρόμπερτ Τζέμισον — (Robert Jemison Van de Graaff, Τασκαλούσα, Αλαμπάμα 1901 – Βοστόνη 1967). Αμερικανός φυσικός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Αλαμπάμα και μετά στη Σορβόνη και στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, όπου πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα το 1928. Όταν γύρισε …   Dictionary of Greek

  • Τενεσή — (Tennessee). Ποταμός και πολιτεία των ΗΠΑ. 1. Ποταμός της Βόρειας Αμερικής, αριστερός παραπόταμος του Οχάιο, ο μεγαλύτερος από όλους. Πηγάζει από τα ΝΔ της πολιτείας της Βιρτζίνια, από δύο βραχίονες, τον Κλιντς και τον Χόλστον, που μπαίνουν στην… …   Dictionary of Greek

  • Τσίκασω — οι, Ν εθνολ. φυλή Ινδιάνων τής Βόρειας Αμερικής, που μιλούσε γλώσσες τής ομάδας γλωσσών Μουσκόγκη και ζούσε κατά το παρελθόν στην περιοχή που σήμερα αποτελεί την πολιτεία τής Αλαμπάμα και το βόρειο τμήμα τής πολιτείας τού Μισισιπή. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • βαμβάκι — Πρόκειται για την κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα είδη του γένους γοσύπιο (gosypium) της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών, καθώς και οι κλωστικές ίνες που προέρχονται από τα σπέρματά τους (παλαιότερα λεγόταν επίσης βαμπάκι και… …   Dictionary of Greek

  • Άθενς — (Athens). Όνομα πόλεων των ΗΠΑ. 1. Πόλη (19.000 κάτ. το 2002) της πολιτείας Αλαμπάμα, έδρα της κομητείας Λάιμστοουν. Διαθέτει πανεπιστημιακό κολέγιο, το Athens College, που ιδρύθηκε το 1843. Υπάρχουν πολλά καλοσυντηρημένα σπίτια που χτίστηκαν… …   Dictionary of Greek

  • άνθρακες, ορυκτοί — Χημικός όρος, γενικής σημασίας, με τον οποίο χαρακτηρίζονται οι πλούσιες σε άνθρακα ύλες, οι οποίες σχηματίζονται είτε με φυσική μετατροπή των φυτικών λειψάνων (o.ά.) είτε με τεχνητή, με την επίδραση θερμικής ενέργειας σε διάφορες οργανικές ύλες… …   Dictionary of Greek

  • Βορείων και Νοτίων, πόλεμος ή Χωριστικός πόλεμος — (Secession War). Με την ονομασία αυτή είναι γνωστός ο πόλεμος μεταξύ των βόρειων και των νότιων πολιτειών των ΗΠΑ, που διήρκεσε από τον Απρίλιο του 1861 έως τον Απρίλιο του 1865. Το 1860 περίπου το μακρόχρονο και ακανθώδες πρόβλημα της… …   Dictionary of Greek

  • Κέλερ, Έλεν Άνταμς — (Helen Adams Keller, Τουσκούμπια, Αλαμπάμα 1880 – 1968). Αμερικανίδα συγγραφέας. Ήταν τυφλή και κωφάλαλη από την ηλικία των 19 μηνών. Το 1887 οι γονείς της ανέθεσαν την εκπαίδευσή της στην Αν Σάλιβαν, του Ινστιτούτου Πέρκινς για τους τυφλούς.… …   Dictionary of Greek

  • Κλάρεντον, κόμης του- — (Εarl of Clarendon). Τίτλος που αποδόθηκε στις οικογένειες Άγγλων ευγενών των Χάιντ και Βίλιερς στην Αγγλία. 1. Έντουαρντ Χάιντ (Edward Hyde, 1609 – 1674). Άγγλος πολιτικός και ιστορικός, Α’ κ. του Κ. Σπούδασε νομικά στην Οξφόρδη και διετέλεσε… …   Dictionary of Greek

  • Κόουλ, Νατ Κινγκ — (Nat King Cole, Μοντγκόμερι, Αλαμπάμα 1917 – Σάντα Μόνικα, Καλιφόρνια 1965). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Αφροαμερικανού τραγουδιστή και πιανίστα Ναθάνιελ Άνταμς Κόουλ (Nathaniel Adams Cole). Μεγάλωσε στο Σικάγο, όπου δέχτηκε την επίδραση του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”